θεολόγου

θεολόγου
θεόλογος
one who discourses of the gods
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, μονή — Ονομασία επτά μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στον Χολαργό του νομού Αττικής. Εξαρτάται από την αρχιεπισκοπή. Ιδρύθηκε το 1971. 2. Γυναικείο μοναστήρι στην Πετρούπολη του νομού Αττικής. Εξαρτάται από την Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων… …   Dictionary of Greek

  • Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του θεολόγου, μονή — Γυναικείο ησυχαστήριο. Βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Αγία Παρασκευή και Σουρωτή, κοντά στα Βασιλικά, στον νομό Θεσσαλονίκης. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Κασσανδρείας. Στο μοναστήρι, που ιδρύθηκε το 1967, λειτουργεί εργαστήριο αγιογραφίας …   Dictionary of Greek

  • Καλύβια Θεολόγου — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 660 μ., 45 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, Β της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινούντος …   Dictionary of Greek

  • ИОАННА БОГОСЛОВА АПОСТОЛА МОНАСТЫРЬ НА ПАТМОСЕ — [греч. ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Θεολόγου τῆς Πάτμου], имп., патриарший, ставропигиальный, муж., общежительный, находится в юрисдикции К польского Патриархата. Исторический очерк Мон рь ап. Иоанна Богослова на Патмосе Мон рь ап. Иоанна… …   Православная энциклопедия

  • Πάτμος — Νησί του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, στο οποίο αναπτύχθηκε ένα από τα σπουδαιότερα μοναστικά κέντρα της Ανατολής και όπου εξορίστηκε ο Ιωάννης ο Θεολόγος, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, εκεί έγραψε την Αποκάλυψη και το Ευαγγέλιό του.… …   Dictionary of Greek

  • богословьць — БОГОСЛОВЬЦ|Ь (303), А с. Богослов, теолог, проповедник христианского учения: ˫ако же велить великыи б҃ословець григории. КР 1284, 88а; Григории великыи б҃ословець. бы(с) ѡ(т) страны каподокиискы˫а. ПрЛ XIII, 138г; ˫акоже вѣщаѥть Б҃ословець… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • μοναστήρι ή μονή — Συγκρότημα κτιρίων διατεταγμένων γύρω από έναν ναό και προορισμένων να εξυπηρετήσουν τη διαμονή και τη διαβίωση των μοναχών. Τα μ. εμφανίζονται από τους πρώτους ήδη αιώνες του χριστιανισμού· αναφέρονται συγκεντρώσεις μοναχών, ασκητών ή αναχωρητών …   Dictionary of Greek

  • Монастырь Иоанна Богослова (Патмос) — Монастырь Монастырь Иоанна Богослова Μονή Αγ Ιωάννου Θεολόγου …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”